Dictionary of Greek. 2013.
ἀιδρήεντα — ἀιδρήεις neut nom/voc/acc pl ἀιδρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] … Dictionary of Greek